-
1 κατακληρονομέω
I c. acc. rei,II c. acc. pers., make one's heir, LXX 2 Ki.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακληρονομέω
-
2 διαιρέω
διαιρέω s. διαίρεσις; fut. διελῶ LXX; 2 aor. διεῖλον, subj. διέλω. Pass.: fut. 3 sg. διαιρεθήσεται LXX; aor. διῃρέθην LXX; pf. διῄρημαι LXX (Hom. et al.; ins, pap, LXX) distribute, divide (Jos., Ant. 5, 88 τὶ) τινί τι someth. to someone (X., Cyr. 4, 5, 51, Hell. 3, 2, 10; often pap, e.g. PLond III, 880, 11 [113 B.C.] p. 9 διειρῆσθαι τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ ἔγγαια τοῖς ἑαυτοῦ υἱοῖς; Josh 18:5; Jdth 16:24; 1 Macc 1:6) διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον he divided his property between them Lk 15:12; apportion someth. to someone (Michel 1001 VI, 18 ὁ ἀρτυτὴρ [‘officiant’] διελεῖ τὰ ἱερὰ τοῖς παροῦσι) 1 Cor 12:11. Abs. ἐὰν ὀρθῶς μὴ διέλῃς if you did not divide (the sacrifice) rightly 1 Cl 4:4 (Gen 4:7).—DELG s.v. αἱρέω. M-M.—TW.
См. также в других словарях:
κατακληρονομώ — κατακληρονομῶ, έω (AM) κληρονομώ εξ ολοκλήρου («ἐὰν ἐμπιστεύσῃς κατακληρονομήσεις αὐτήν», ΠΔ) αρχ. 1. αφήνω ως κληρονομιά («κατακληρονομεῑν τοῑς υἱοῑς... τὰ ὑπάρχοντα», ΠΔ) 2. μοιράζω με κλήρο 3. καθιστώ κληρονόμο κάποιον … Dictionary of Greek